σερμαγιά

σερμαγιά
και σιρμαγιά και συρμαγιά, η, Ν
1. το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο που είναι αναγκαίο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας
2. (γενικά) χρηματικό κεφάλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sermaye].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σερμαγιά — σερμαγιά, η και σιρμαγιά, η (λ. τουρκ.), χρηματικό κεφάλαιο: Τον βοήθησα, ώσπου να πιάσει σερμαγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • σιρμαγιά — η, Ν βλ. σερμαγιά …   Dictionary of Greek

  • συρμαγιά — η, Ν βλ. σερμαγιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”